- χηνοπόδιο
- το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας χηνοποδιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chenopodium < χην, χηνός + πόδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηνοποδιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών τής τάξης καρυοφυλλώδη ή, κατ άλλους, τής τάξης κεντρόσπερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chenopodiaceae < chenopodium (βλ. λ. χηνοπόδιο)] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek